τολμώ

τολμώ
τολμάω / τολμώ, τόλμησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τολμώ — τολμῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. τολμέω Α [τόλμη] 1. παίρνω το θάρρος να πράξω κάτι (α. «τόλμησε να τού εναντιωθεί» β. «τόλμησον ὀρθῶς φρονεῑν», Αισχύλ.) 2. επιχειρώ κάτι το ριψοκίνδυνο, αψηφώ τον κίνδυνο, αποτολμώ 3. απόλ. έχω θάρρος, είμαι τολμηρός …   Dictionary of Greek

  • τολμώ — τόλμησα, τολμήθηκα, κάνω κάτι με τόλμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τολμῶ — τολμάω Bodl. Quarterly Record pres imperat mp 2nd sg τολμάω Bodl. Quarterly Record pres subj act 1st sg (attic epic ionic) τολμάω Bodl. Quarterly Record pres ind act 1st sg (attic epic ionic) τολμάω Bodl. Quarterly Record pres subj act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμῷ — τολμάω Bodl. Quarterly Record pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμάω — / τολμώ, τόλμησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: τολμάω : η κλίση σε ώ, άς, ά συνηθίζεται κυρίως σε επίσημο ύφος λόγου και σε στερεότυπες εκφρ. όπως: τολμώ να πω, δεν τολμώ να το πιστέψω κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… …   Dictionary of Greek

  • κατατολμώ — κατατολμῶ, άω (AM) (επιτ. τ. τού τολμώ) τολμώ πολύ, είμαι υπερβολικά τολμηρός, φέρομαι παράτολμα, ριψοκίνδυνα («πρὸς τὸ παραβάλλεσθαι καὶ κατατολμᾱν τῶν πολεμίων», Πολ.) μσν. μέσ. κατατολμῶμαι, άομαι επιχειρώ κάτι παράτολμα και απελπισμένα αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ …   Dictionary of Greek

  • συντολμώ — άω, Α [τολμῶ] τολμώ κάτι μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

  • NORUNT Fideles — seu Quod norunt fideles seu Norunt initiati quod dicitur, ἴσασιν οἱ μεμυγμένος, formula frequens in Patrum scriptis, in mentione potissimum Sacramentorum usu trita. In unius Chrysostomi Homiliis aliisque scriptis minimum quinquaginta in locis… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”